- αποστόμωση
- [-ις (-εως)] η см. αποστόμωμα 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστόμωση — αποστόμωση, η και αποστόμωμα, το, ατος το να αναγκαστεί κάποιος να σιωπήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστόμωση — η (Α ἀποστόμωσις) νεοελλ. το να κλείνει κανείς το στόμα κάποιου, να τον κάνει να μη μπορεί να μιλήσει αρχ. η διάνοιξη των πόρων του σώματος … Dictionary of Greek
αποστομωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποστόμωση, που εξαναγκάζει σε σιγή («αποστομωτική απάντηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστομώνω, στομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εμφορβισμός — ἐμφορβισμός, ο (Α) 1. φίμωση, αποστόμωση 2. η επιβολή φόρου στη φορβή, στη βοσκή … Dictionary of Greek
επιστόμισις — ἐπιστόμισις, ή (Μ) [επιστομίζω] η αποστόμωση … Dictionary of Greek